Βικιλεξικό
χαμός αρσενικό
(οικείο) φασαρία ή μεγάλη αναστάτωση ή μεγάλη ανακατωσούρα
στο La Playa κάθε εβδομάδα γίνεται χαμός
γίνεται χαμός (βλέπε έκφραση): χαλάει ο κόσμος, της πουτάνας το κάγκελο
ο χαμός (με έμφαση στο άρθρο): το σώσε, το έλα να δεις, του ουισκιού